καθαρτήρας

καθαρτήρας
ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω]
νεοελλ.
όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων
αρχ.
αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθαρτήρας — ο όργανο καθαρισμού: Οι στρατιώτες καθαρίζουν την κάννη του όπλου με ειδικό καθαρτήρα, που τον ονομάζουν σκοινοκαθαριστήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρτῆρας — καθαρτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλοκαθαρτήρας — ο, Ν εργαλείο ειδικό για τον εσωτερικό καθαρισμό τών φιαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + καθαρτήρας «όργανο για καθαρισμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”